- ανακλαστήρας
- Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια.
Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών δεσμών, έτσι ώστε να πραγματοποιείται έντονος φωτισμός σε μια ορισμένη διεύθυνση.
Στην αστρονομία ονομάζονται ανακλαστικά τηλεσκόπια –ή, συντομότερα, α.– τα όργανα που προορίζονται για αστρονομική παρατήρηση, στα οποία ο αντικειμενικός φακός έχει αντικατασταθεί από κοίλα κάτοπτρα. Όργανα αυτού του είδους χαρακτηρίζονται κοινώς τηλεσκόπια.
Οι α. με παραβολικά κάτοπτρα εφαρμόζονται στους προβολείς των αυτοκινήτων και των άλλων μεταφορικών μέσων, ενώ είναι πολύ ισχυρότεροι οι προβολείς που χρησιμοποιεί το αντιαεροπορικό πυροβολικό για την ανίχνευση του ουρανού. Ειδικά συστήματα α. χρησιμοποιούνται στα χειρουργεία, στις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές λήψεις και σε όλες τις περιπτώσεις που επιδιώκεται ένας ειδικός φωτισμός, όπως π.χ. στα θέατρα. Σε αρχές ανάλογες προς εκείνες που εφαρμόζονται στην οπτική, στηρίζονται οι ακουστικοί α. και οι σύγχρονοι α. των ραντάρ.
Ανακλαστήρας. Το σχήμα του κατόπτρου και ο μετωπικός φακός επιτρέπουν να συγκεντρωθεί η φωτεινή δέσμη σε σαφώς καθορισμένη κατεύθυνση.
* * *ο τεχνολ.επιφάνεια που ενεργεί ως φράγμα, αναστρέφοντας ή αλλάζοντας την πορεία διαφόρων τύπων ακτινοβολίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ανάκλασ-, ανέκλασα τού ρ. ανακλώ + κατάλ. -τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reflector. Ο ελληνικός όρος ανακλαστήρ μαρτυρείται για πρώτη φορά στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 21 Οκτωβρίου 1892].
Dictionary of Greek. 2013.